- ντάμπινγκ
- (dumping). Αγγλική λέξη που μπήκε στη διεθνή οικονομική ορολογία για το χαρακτηρισμό της πώλησης εμπορευμάτων σε μια ξένη αγορά, σε τιμή κατώτερη από το οριακό κόστος παραγωγής ή την τιμή στην εσωτερική αγορά. Το ν. μπορεί να ασκηθεί είτε από εξαγωγικές χώρες που είναι διατεθειμένες να υποστούν βραχυπρόθεσμες ζημίες προκειμένου να εξαφανίσουν τον ανταγωνισμό και να εξασφαλίσουν μονοπωλιακή θέση στην ξένη αγορά είτε από χώρες που θέλουν να απαλλαγούν από προσωρινά πλεονάσματα προκειμένου να αποφύγουν την πτώση των τιμών στην εγχώρια αγορά και κατά συνέπεια και των εισοδημάτων των παραγωγών. Σε επίπεδο επιχείρησης το ν. μπορεί να ασκηθεί από επιχειρήσεις που στο εσωτερικό εργάζονται με συνθήκες μονοπωλίου ή που, ενωμένες σε καρτέλ, μονοπωλούν ουσιαστικά στην πράξη την πώληση ενός εμπορεύματος. Αν πραγματικά οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν πετύχει ακόμα τις πιο οικονομικές διαστάσεις, με την επέκταση της παραγωγής μπορούν να περιορίσουν το μέσο κόστος της. Αν όμως η εσωτερική αγορά δεν είναι ικανή να απορροφήσει όλο το προϊόν και, με την αύξηση της παραγωγής και της προσφοράς, μειώνεται ανάλογα η τιμή (και συνεπώς το κέρδος των επιχειρηματιών). Τότε είναι συμφέρον για την επιχείρηση (σε μερικές περιπτώσεις και για τους ίδιους τους καταναλωτές) να προσφέρει ένα μέρος της παραγωγής της σε ξένες αγορές έστω και σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που έχει επιβάλει στο εσωτερικό ή ακόμα μικρότερες κι από αυτό το κόστος παραγωγής. Ας υποθέσουμε π.χ. πως μια επιχείρηση είναι σε θέση να παράγει 1.000 μονάδες ενός αγαθού, με μέσο κόστος κατά μονάδα 10 και πως, ανεβάζοντας την παραγωγή σε 2.000 μονάδες, το μέσο κόστος κατά μονάδα πέφτει σε 6. Αν η τιμή της μονάδας στην αγορά είναι 10 (υποθέτουμε πως η τιμή αυτή δεν μπορεί να ανέβει αργότερα), τότε η επιχείρηση, πουλώντας τις 1.000 μονάδες που παρήγαγε, θα έχει καθαρό κέρδος ίσο με το μηδέν (συνολική είσπραξη 1.000 x 10 = 10.000: συνολικό κόστος 1000 x 10 = 10.000)· αν όμως, ανεβάζοντας την παραγωγή σε 2000 (με μέσο κόστος κατά μονάδα 6) κατορθώσει να πουλήσει 1.400 μονάδες στην εσωτερική αγορά (με τιμή 8), και 600 μονάδες στις αγορές του εξωτερικού, με τιμή 4, θα έχει καθαρό κέρδος ίσο προς 1600 (συνολική είσπραξη: 1.400 x 8 + 600 x 4 = 13.600: συνολικό κόστος: 2.000 x 6 = 12.000). Στην περίπτωση αυτή το ν. εξασφαλίζει μεγαλύτερο κέρδος για τους επιχειρηματίες και μια έκπτωση για τους καταναλωτές. Στην πράξη όμως παρουσιάζονται πολλά μειονεκτήματα από την εφαρμογή του ν. κυρίως για τις χώρες στις οποίες πηγαίνουν τα εξαγόμενα εμπορεύματα. Στις χώρες αυτές οι εγχώριοι παραγωγοί, που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το συναγωνισμό των εμπορευμάτων που εισάγονται με τιμές ν., θ’ αναγκαστούν γρήγορα ν’ αποσυρθούν από την αγορά, κι αυτό θα προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην εγχώρια οικονομία. M’ αυτό συνδέεται κι ένα άλλο μειονέκτημα: για να προστατεύσουν τους παραγωγούς και όλη την εθνική βιομηχανία, τα κράτη καταφεύγουν σε μέτρα άμυνας, εφαρμόζοντας τους λεγόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ, που, με τη σειρά τους, όπως και κάθε άλλο μέτρο προστατευτικού τύπου, επιφέρουν αναπόφευκτες επιβλαβείς συνέπειες στο διεθνές εμπόριο. Η Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο (GATT) και ο διάδοχός της Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) επιτρέπουν στα μέλη τους την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στην περίπτωση που όντως αποδειχτεί ότι μια χώρα ασκεί ντάμπινγκ και βλάπτει κάποιον εγχώριο κλάδο. Η Συνθήκη της Ρώμης (ίδρυση ΕΟΚ) απαγορεύει την άσκηση ντάμπινγκ.
Dictionary of Greek. 2013.